- αείθουρος
- ἀείθουρος, -ον (Α)ο αιώνια φιλοπόλεμος, μαχητικός, πολεμοχαρής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + θοῡρος (= ορμητικός, επιθετικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀειθούροισιν — ἀείθουρος ever warlike masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek